- ηγεμονικως
- ἡγεμονικῶςкак подобает начальнику
(τέν συμφορὰν ὑπομένειν Plut.)
ἡ. χρῆσθαί τισι Arst. — руководить кем-л.;ἡ. ἔχειν Plut. — обладать верховенством
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν συμφορὰν ὑπομένειν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡγεμονικῶς — ἡγεμονικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek